- φρόνος
- τὸ, Μ1. φρόνημα2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο είναι περήφανος κάποιος, το καμάρι («ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων», Διηγ. Αχιλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τής λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.