φρόνος

φρόνος
τὸ, Μ
1. φρόνημα
2. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο είναι περήφανος κάποιος, το καμάρι («ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων», Διηγ. Αχιλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τής λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικαιοφροσύνη — η η ιδιότητα τού δικαιόφρονα*, η αγάπη για το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικαιόφρων ( φρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”